μέσος

μέσος
-η,-ον + A 219-235-252-86-77=872 Gn 1,4(bis).6(bis).7
middle, in the middle Ex 26,28; in the midst Gn 15,10; (τὸ) μέσον midst Ex 36,30
μέσον τῶν παρεμβολῶν between the camps Nm 2,17; μέσον τῆς θαλάσσης in the middle of the sea Ex 14,27; ἀνὰ μέσον τῶν δύο κέρκων ἐν τῷ μέσῳ right in the middle between two tails JgsA 15,4; ἀνὰ μέσον ποίμνης καὶ ποίμνης between drove and drove, between one flock and the other Gn 32,17; διὰ μέσον through Am 5,17; ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ in the middle of paradise Gn 2,9; περὶ μέσας νύκτας about midnight Ex 11,4(primo); εἰς τὸ
μέσον into the middle or centre 1 Kgs 6,8; (τὸ) μέσον τινός the
middle of Ex 11,4(secundo); ἐκ μέσου τῶν ὀδόντων out of the midst of the teeth, from the teeth Jb 29,17; ἦρται ἐκ τοῦ μέσου he has been moved out of the way Is 57,2; μένει γὰρ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν ῥομφαίαν ἔχων πρίσαι σε μέσον for the angel of God is standing with a sword to saw you into two SusTh 59
Cf. CARAGOUNIS 1990, 50; LE BOULLUEC 1989 88.268; LLEWELYN 1994 207(n.36); SOLLAMO 1979 236-
239.247-257.267-269.343-346.350-351; WEVERS 1990 163.459

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέσος — b masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στη μέση δύο τοπικών ή χρονικών σημείων, ο μεσαίος, ο μεσιανός: Τα προβλήματα της μέσης ηλικίας. 2. αυτός που υποδεικνύει το μέσο όρο: Μέση θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… …   Dictionary of Greek

  • μέσσα — μέσος b neut nom/voc/acc pl (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc/acc dual (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιτάτων — μέσος b fem gen pl μέσος b masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαίτατον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαίτερον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσότατον — μέσος b masc acc superl sg (epic) μέσος b neut nom/voc/acc superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσώτατα — μέσος b adverbial superl μέσος b neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσώτατον — μέσος b masc acc superl sg μέσος b neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”